- ευδέψητος
- εὐδέψητος, -ον (Α)ο κατεργασμένος καλά («τὰ δέρματα τὰ εὐδεψητότατα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *δεψητός «κατεργασμένος» (< δέψω «κατεργάζομαι», παράλληλος τ. τού δέφω με παρέκταση -σ στο θ. τού ενεστώτα), πρβλ. α-δέψητος, ωμο-δέψητος].
Dictionary of Greek. 2013.